- ἱεροφυλάκιον
- ἱερο-φῠλάκιον [ᾰ], τό,A treasury for sacred vessels, D.H.2.70.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἱεροφυλάκιον — treasury for sacred vessels neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιεροφυλάκιο — το (Α ἱεροφυλάκιον) το μέρος όπου φυλάσσονται τα ιερά σκεύη τών ναών, η ιεροθήκη* … Dictionary of Greek